κατιοντοεναλλακτικός

κατιοντοεναλλακτικός
-ή, -ό αυτός που έχει την ικανότητα να ανταλλάσσει κατιόντα («κατιοντοεναλλακτικές ρητίνες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”